- κοιλότητα
- η1. η ιδιότητα του κοίλου.2. κοίλωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοιλότητα — η (AM κοιλότης) [κοίλος] 1. η ιδιότητα ή η μορφή τού κοίλου 2. το βαθούλωμα, το κοίλωμα νεοελλ. ανατ. κάθε κοίλος χώρος τού σώματος που περιέχει εσωτερικά διάφορα όργανα (α. «θωρακική κοιλότητα» β. «η κοιλότητα τής λεκάνης») αρχ. 1. αρχιτ. κοίλο… … Dictionary of Greek
κοιλότητα — κοιλότης hollowness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυελική κοιλότητα οστού — Περιέχει μυελό και διατρέχει το κέντρο ενός μακρού οστού. Είναι η κεντρική κοιλότητα της σπονδυλικής στήλης που περιέχει το νωτιαίο μυελό … Dictionary of Greek
θώρακας — Κοιλότητα του σώματος που ορίζεται εξωτερικά από τη βάση του τραχήλου προς τα πάνω και από το πλευρικό τόξο προς τα κάτω. Το σχήμα του θ., αν και είναι κυλινδρικό σε γενικές γραμμές, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία από άτομο σε άτομο, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek
ανεύρυσμα — Κοιλότητα με δικά της τοιχώματα συνεχόμενα με τα τοιχώματα κυκλοφορικού αγγείου, συνήθως αρτηρίας. Μορφολογικά, τα α. διακρίνονται σε ατρακτοειδή, όταν εμφανίζονται ως διάταση μιας ολόκληρης κυκλικής περιοχής τμήματος αρτηρίας, και σακοειδή, όταν … Dictionary of Greek
μέσο ους — Κοιλότητα στο εσωτερικό μέρος του ακουστικού τύμπανου, που περιέχει τρία μικροσκοπικά οστάρια, τη σφύρα, τον άκμονα και τον αναβολέα, τα οποία μεταβιβάζουν τους ηχητικούς κραδασμούς και αποτελούν τμήμα του μηχανισμού της ακοής … Dictionary of Greek
κοιλότητ' — κοιλότητα , κοιλότης hollowness fem acc sg κοιλότητι , κοιλότης hollowness fem dat sg κοιλότητε , κοιλότης hollowness fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλύστρο — (η). Ηλεκτρονική λυχνία ικανή να ενισχύει ή να παράγει ηλεκτρικές ταλαντώσεις πολύ υψηλής συχνότητας (μέχρι 50 GHz). Όταν έχουμε συχνότητες που αντιστοιχούν σε μήκη κύματος της τάξης των εκατοστών έως μερικών χιλιοστών του μέτρου, ο χρόνος που… … Dictionary of Greek
κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… … Dictionary of Greek
παρακέντηση — (Ιατρ.). Επέμβαση προς αφαίρεση υγρού από φυσική κοιλότητα του οργανισμού. Η ύπαρξη του υγρού μέσα σε μια κοιλότητα μπορεί να οφείλεται σε παθολογική διεργασία, όπως είναι τα τραύματα, οι φλεγμονές, οι νεοπλασίες κ.ά. Η π. εκτελείται συνήθως στην … Dictionary of Greek